- μονοχρονίς
- επίρρ. κατά τη διάρκεια ενός έτους, μέσα σε ένα έτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόχρονος + επιρρμ. κατάλ. -ις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίς — (Μ ίς) κατάλ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία εμφανίζεται σε επιρρ., κυρίως χρονικά.Παραδείγματα λ. σε ίς είναι: αποβραδίς, αποκαινουργίς, αποσπερίς, κοντοβραδίς, κοντολογίς, μεσονυχτίς, μεσοχρονίς, μονομερίς, μονοστιγμίς, μονοχρονίς,… … Dictionary of Greek